- λεπτοκεραμεῖον
- λεπτο-κερᾰμεῖον, τό, (A
λεπτός 111.3
) jar-factory, PFlor.50.104 (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεπτός 111.3
) jar-factory, PFlor.50.104 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεπτοκεραμείον — λεπτοκεραμεῑον, τὸ (Α) [λεπτοκεραμεύς] πάπ. εργαστήριο όπου κατασκευάζονται πιθάρια, στάμνες … Dictionary of Greek